σαπουνίζω

σαπουνίζω
σαπούνισα, σαπουνίστηκα, σαπουνισμένος, πλένω με σαπούνι: Σαπούνισε το πρόσωπό σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαπουνίζω — σαπουνίζω, σαπούνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαπουνίζω — και σαπωνίζω Ν [σαπούνι / σάπων] πλένω, καθαρίζω με σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σαπούνισμα — το, Ν [σαπουνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπουνίζω, ο καθαρισμός, το πλύσιμο με σαπούνι …   Dictionary of Greek

  • σαπωνίζω — Ν βλ. σαπουνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”